- ζωστῆς
- ζωστόςgirdedfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωστῶν — ζώστης one who girds masc gen pl ζωστός girded fem gen pl ζωστός girded masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώμα — το (Α ζῶμα) ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι αρχ. 1. το διάζωμα γύρω από τα αιδοία που φορούσαν οι αθλητές στην πυγμαχία και οι πολεμιστές 2. ένδυμα 3. ταινία που χρησιμοποιείται στη χειρουργική, επίδεσμος, ζώστης 4. ο τρόπος που είναι ζωσμένος κάποιος, το … Dictionary of Greek
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek